- νεκρική τέχνη
- Το ταφικό μνημείο, έκφραση της ν.τ., ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους (ντολμέν, νουραγικά μνημεία κ.ά.). Τις διάφορες μορφές της ν.τ. κωδικοποίησε ο αιγυπτιακός πολιτισμός από την τρίτη χιλιετία π.Χ., κατασκευάζοντας ταφικά μνημεία, υπόγειους τάφους, διακοσμημένες σαρκοφάγους, συνοδεύοντας τον νεκρό με κτερίσματα και καθορίζοντας το τυπικό των νεκρικών πομπών. Οι πυραμίδες, σύμβολα υψηλής λατρείας των νεκρών, ήταν τα μεγαλοπρεπέστερα ταφικά μνημεία της αρχαιότητας, χαρακτηριστικά για τους ισχυρούς αλλά απλούς αρχιτεκτονικούς όγκους και για την υποβλητική πλαστικότητα τους. Οι μινωικοί και μυκηναϊκοί τάφοι ήταν επίσης υπόγειοι, αλλά μικροί και κυκλικοί, με εκφορικούς πέτρινους θόλους σκεπασμένους με χώμα (Θολωτός Τάφος Αγίας Τριάδας στην Κρήτη, Θησαυρός του Ατρέα στις Μυκήνες κ.ά.). Τα ελληνικά ταφικά μνημεία ήταν ακόμα πιο απλά: από την αρχαϊκή ως την ελληνιστική περίοδο διατήρησαν τα σχήματα των ναΐσκων, των στηλών ή των ανάγλυφων πλακών (στήλη της Λευκοθέας, επιτύμβιο ανάγλυφο της Ηγησούς, σαρκοφάγος του Αλέξανδρου κ.ά.). Συχνά τα ταφικά μνημεία ήταν συγκεντρωμένα κατά οικογένειες, όπως στον Κεραμεικό των Αθηνών. Οι Ετρούσκοι προτιμούσαν την εσωτερική διακόσμηση των τάφων, που καλύπτονταν από απλούς χωμάτινους τύμβους και ήταν συγκεντρωμένοι κατά εκατοντάδες, σχηματίζοντας εκτεταμένες νεκροπόλεις. Κάθε τάφος είχε διάφορα υπόγεια δωμάτια (θολωτός τάφος του Καζάλε Μαρίτιμο, 7ος αι. π.Χ.), διακοσμημένα με χαρούμενες μάλλον παρά με πένθιμες σκηνές (τάφος των Λεαινών στην Ταρκυνία). Στις πέτρινες ή πήλινες σαρκοφάγους παριστάνονταν οι νεκροί κατά τρόπο νατουραλιστικό (σαρκοφάγος του Τσερβετέρι, 6ος π.Χ. αιώνας).
Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν όλες τις γνωστές μορφές επιτύμβιων μνημείων από τη στήλη έως την τεφροδόχο κάλπη, τον κιονίσκο, την εξέδρα, το μαυσωλείο, και ανέπτυξαν τον τύπο της νεκρικής οδού με συνεχείς σειρές τάφων στις πλευρές των υπατικών οδών (στη Ρώμη οι τάφοι των Σκιπιόνων του 3ου αι. π.Χ., ο τάφος της Καικιλίας Μετέλλης, του 1ου αι.). Οι ομαδικοί τάφοι, κατανεμημένοι κατά εθνικές ή θρησκευτικές ομάδες, ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες ή γυψώσεις (υπόγεια, κολουμπάρια, κατακόμβες κ.ά.). Τα μαυσωλεία, καταγόμενα από τον μνημειακό ιωνικό τάφο του βασιλιά Μαυσώλου της Αλικαρνασσού (4ος αι. π.Χ.) είχαν στη Ρώμη κυκλικό σχήμα (μαυσωλεία του Αυγούστου, του Αδριανού, της Ελένης, μαυσωλείο του Διοκλητιανού στο Σπλιτ της Δαλματίας, μαυσωλείο του Θεοδώριχου στη Ραβένα του 6ου αι.).
Ο χριστιανισμός μετέβαλε ριζικά τα ταφικά ειδωλολατρικά έθιμα. Μετέτρεψε τα μαυσωλεία σε εκκλησίες, τοποθέτησε τους τάφους κάτω από τα δάπεδα και τους κάλυψε με επιτύμβιες πλάκες - ενεπίγραφες ή ανάγλυφες με τις μορφές των νεκρών. Αργότερα επάνω από τους τάφους τοποθετήθηκε περίοπτη η μορφή του νεκρού σε βάθρο. Άλλοι τάφοι είχαν τοίχωμα ή κόγχη, στολίζονταν με γλυπτά, ζωφόρους, ανάγλυφα και στεγάζονταν με μαρμάρινα κουβούκλια. Η βορειοευρωπαϊκή γοτθική τέχνη πλούτισε τους τάφους με πυραμιδοειδείς διακοσμήσεις και αετώματα. Στην Ισπανία παρουσιάστηκε μια ανατολίζουσα πολυχρωμία. Στην Ιταλία πραγματοποιήθηκαν ακόμα ταφικά συγκροτήματα ειδωλολατρικού τύπου, όπως τα επιτύμβια μνημεία των Σκαλιγέρων στη Βερόνα. Γενικά η ποικιλία των μεσαιωνικών μνημείων είναι μεγάλη. Σημαντικά δείγματα είναι ο τάφος της Ιλάρια ντελ Καρέτο στη Λούκα, έργο του Γιάκοπο ντέλα Κουέρτσια, και ο τάφος του Γκουινταρέλο Γκουινταρέλι στη Ραβένα, του Τούλιο Λομπάρντο. Την εποχή της Αναγέννησης και του μπαρόκ η ν. τ. αποκτά εξαιρετική λαμπρότητα και εκφράζει τη δύναμη και τον πλούτο. Τα μεγάλα ταφικά συγκροτήματα του Μιχαήλ Άγγελου για τον πάπα Ιούλιο B’ στην εκκλησία του Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι στη Ρώμη, του Ντομένικο Φοντάνα για τον Σίξτο E’ στη Σάντα Μαρία Ματζόρε στη Ρώμη, του Μπερνίνι για τον Αλέξανδρο Z’ στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης είναι από τα κυριότερα δείγματα. Προς το τέλος του 18ου αι., με την ίδρυση των πρώτων αστικών νεκροταφείων, άρχισαν να κατασκευάζονται εκεί τα επιτύμβια μνημεία των αριστοκρατών και των εύπορων αστικών οικογενειών. Ο νεοκλασικός ρυθμός προσαρμόστηκε εύκολα στη νέα ταφική αρχιτεκτονική, επαναλαμβάνοντας τους τύπους του Κανόβα, του Τόρβαλντσεν και άλλων στα νεκροταφεία όλου του κόσμου. Ο αρχιτεκτονικός εκλεκτικισμός του τέλους του 19ου αι., που γέμισε τα νεκροταφεία με παρεκκλήσια και τις δημόσιες πλατείες με άπειρα αναθηματικά νεκρικά μνημεία, άφησε στομφώδη δείγματα, όπως το μαυσωλείο του Βίκτορα Εμμανουήλ B’ στη Ρώμη, έργο του Τζουζέπε Σακόνι, και μετέδωσε στη σύγχρονη ν τ. τη στερεότυπη ρητορική έκφρασή του, που, μαζί με τον παράγοντα της μαζικής παραγωγής, κατέβασε γενικά το αισθητικό επίπεδο. Από τη σωρεία ωστόσο των μνημείων αυτών πρέπει να διακρίνουμε ορισμένα πρόσφατα ενδιαφέροντα δείγματα, όπως το μνημείο το αφιερωμένο στον Καρλ Λΐμπκνεχτ και στη Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Βερολίνο, έργο του Μιες βαν ντερ Ρόε (1926), το κτίριο της Καύσης των νεκρών στο νεκροταφείο της Στοκχόλμης, έργο του Έρικ Γκούναρ Άσπλουντ (1935-40 κ.ά.).
Ο επιτάφιος ναΐσκος του Αριστοναύτη, που βρέθηκε το 1864 στον Κεραμεικό, χρονολογείται γύρω στο 310 π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Τοιχογραφία αιγυπτιακού τάφου με τις μορφές του νεκρού και της συζύγου του.
Το μαυσωλείο του 1ου αι. της Καικίλιας Μέτελλας, στην Αππία Οδό της Ρώμης.
Τμήμα του μνημείου του Τζον Σέφιλντ και της συζύγου του Αικατερίνης, έργο του 1717, βρίσκεται στο αβαείο του Γουεστμίνστερ.
Ουγγρικό μνημείο για τα θύματα του ναζισμού στο Μάουτχαουζεν, έργο του γλύπτη Αγαμέμνονα Μακρή.
Τάφος (14ος-15ος αι.) του Φίλιππου του Τολμηρού? το μνημείο, που κατασκευάστηκε στο γαλλογερμανικό εργαστήριο του Zαv ντε Μαρβίλ, ολοκληρώθηκε από τον γλύπτη Κλάους Σλούτερ (Μουσείο Καλών Τεχνών, Ντιζόν).
Dictionary of Greek. 2013.